- πολυώνυμος
- -η, -ο / πολυώνυμος, -ον, και ποιητ. τ. πουλυώνυμος, ΝΑ1. αυτός που έχει πολλά ονόματα2. αυτός που έχει μεγάλο όνομα, φήμη, ονομαστός, περίφημοςνεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το πολυώνυμοα) μαθημ. αλγεβρική παράσταση που σχηματίζεται από σταθερές και μεταβλητές ποσότητες, με τη βοήθεια τών πράξεων τής πρόσθεσης, τής αφαίρεσης και τού πολλαπλασιασμού και η οποία μπορεί να οριστεί ως το αλγεβρικό άθροισμα πολλών μονωνύμωνβ) το ποώδες φυτό ελξίνη2. φρ. α) «ακέραιο πολυώνυμο» — πολυώνυμο που έχει όλους τους όρους του ακέραιουςβ) «αναγωγή πολυωνύμου» — αντικατάσταση όλων τών όμοιων μονωνύμων ενός πολυωνύμου με το άθροισμά τουςγ) «αριθμητική τιμή πολυωνύμου» — τιμή που παίρνει το πολυώνυμο όταν αντικατασταθούν οι μεταβλητές με τις αντίστοιχες τιμές τους και εκτελεστούν οι πράξειςδ) «αριθμητικό πολυώνυμο» — αλληλουχία προσθέσεων και αφαιρέσεων που πρέπει να εκτελεστούν με ορισμένη σειράε) «βαθμός πολυωνύμου» — ο φυσικός αριθμός-εκθέτης τού μονωνύμου που είναι υψωμένο στη μεγαλύτερη δύναμη σε ένα πολυώνυμοστ) «ομογενές πολυώνυμο» — πολυώνυμο που όλοι οι όροι του έχουν τον ίδιο βαθμό, δηλαδή είναι υψωμένοι στην ίδια δύναμηζ) «ρητό πολυώνυμο» — πολυώνυμο τού οποίου όλοι οι όροι είναι ρητοί αριθμοίαρχ.1. (για θεό) αυτός που λατρεύεται με πολλά ονόματα2. γραμμ. το ουδ. ως ουσ.τὸ πολυώνυμοντο συνώνυμο, όρος που χρησιμοποιούσαν κυρίως οι περιπατητικοί.επίρρ...πολυωνύμως Αμε πολλά ονόματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. ομ-ώνυμος. Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.